Δευτέρα 23 Μαΐου 2011

ΚΑΤΙ ΜΟΥ ΣΦΥΡΙΞΕ ΕΝΑΣ ΦΙΛΟΣ


Ξεκίνησα να διαβάζω “τη δεξιά τσέπη του ράσου” με σκέψεις αρνητικές, η έμφυτη αντίδραση είχε λάμψει πάλι. “Δεν με αφορά το θέμα, δεν είμαι της θρησκείας”, σκέφτηκα. Ξεκίνησα να διαβάζω και μετά τις πρώτες σελίδες, οι σελίδες μου φώναζαν να φτάσω στο τέλος. Το “έφαγα” το βιβλίο. Σε δύο μέρες. Και όταν το έκλεισα, ήμουν γεμάτος προβληματισμούς και σκέψεις. Τι να πρωτογράψω; Αυτά που ήθελα να γράψω ήταν πολλά. “Τελικά όλοι κάτι έχουμε στην τσέπη μας, το οποίο μας κρατάει ζωντανούς, μας δίνει τη δύναμη να συνεχίσουμε, να προχωρήσουμε παρακάτω”, σκέφτηκα. “Το θέμα είναι τι κάνουμε, πως αντιδράμε όταν το χάσουμε. Πως προχωράμε παρακάτω;” Με αυτές τις σκέψεις ως αφετηρία ξεκίνησα να γράφω.
Ήμουν 19 ετών όταν πρωτοείδα τον Ρεξ, τον πρώτο σκύλο που είχαμε ως οικογένεια. Βγήκα από την πολυκατοικία και είδα, στην επόμενη διασταύρωση, την μητέρα και τον αδερφό μου να κοιτάνε ένα σκύλο. Τους πλησίασα και αυτό με κοίταξε στα μάτια με ένα βλέμμα γεμάτο θλίψη, ήταν μέσα στη βρωμιά, γεμάτο τσιμπούρια. Πεινούσε, τα κόκκαλά του μπορούσα να τα μετρήσω ένα ένα.
Ο αδερφός μου, ο Ανδρέας, επέμενε να το πάρουμε σπίτι μας, η μάνα μου δεν ήθελε, εγώ ήμουν αμέτοχος στη συζήτηση, αν και το λυπόμουν. “Θα ψοφήσει μες το κρύο, Φλεβάρη μήνα έχουμε”, σκέφτηκα. Προτίμησα να τους αφήσω εκεί, αναποφάσιστους, ενώ συνέχισα το δρόμο προς την σχολή μου. Δεν ήθελα να συμμετέχω σε αυτό το παιχνίδι αναποφασιστικότητας.
Το απόγευμα, άνοιξα την πόρτα του πατρικού και είδα τον σκύλο να με κοιτάει καθιστός σε μια πολυθρόνα, στην πολύθρονά του, ως ο νέος άρχοντας του σπιτιού. Και το όνομα αυτού, Ρεξ. Τον είχε βαφτίσει ήδη ο πατέρας μου, με το όνομα που φώναζε τον αγαπημένο του σκύλο όταν ήταν εκείνος παιδί.
Έγώ προτίμησα να είμαι αμέτοχος σε όλες τις αποφάσεις που αφορούσαν το νέο μέλος της οικογένειας. Δεν ήμασταν οικογένεια και ο Ρεξ δεν θα μας βοηθούσε να γίνουμε.
Ο αδερφός μου, αν και αφεντικό του Ρεξ, δεν το φρόντιζε, είχε άλλα πιο σημαντικά ενδιαφέροντα, την πρέζα και όσα φέρνει αυτή. Έτσι ξεκίνησα τις καθημερινές βόλτες μαζί του. Ο Ρεξ με κέρδισε γρήγορα. Μπορεί ο κτηνίατρος να έλεγε ότι ήταν μία μίξη γκριφόν και κανίς, για μένα ήταν ένας καθαρόαιμος αλήτης, με δική του βούληση, άποψη και προσωπικότητα. Πήγαινε όπου γούσταρε, σταμάταγε στην άκρια του δρόμου, κοίταζε αριστερά και δεξιά και μετά πέρναγε, η ξηρά τροφή δεν ήταν το φαγητό του, μόνο για κατούρημα την είχε. Έτρεχε, πότε μπροστά και πότε πίσω μου, μύριζε συνεχώς το χώμα και το πεζοδρόμιο. Έψαχνε συνέχεια για μια σκυλίτσα που μύριζε όμορφα, που ήταν στον οίστρο της. Τις περισσότερες φορές την έβρισκε. Και τότε, μετά από λίγη ώρα παιχνιδιού την κατάφερνε, την έπειθε. Έκανε τη δουλειά του και έφευγε χαρωπός, κουνώντας την μεγάλη και γυριστή του ουρά.
Για μήνες τον μάλωνα, όποτε κυνηγούσε μία γάτα. Μέχρι μια μέρα βρήκε κάτι στο παρτέρι ενός δέντρου. Φαινόταν προβληματισμένο το σκυλί. Πλησίασα. Ήταν ένα γατάκι, νεογέννητο, με κλειστά ματάκια. Φοβήθηκα, με απέσπασε όμως το έντονο νιαούρισμα μίας γάτας. Βρισκόταν στο διπλανό παρτέρι, με σηκωμένες τις τρίχες της, έτοιμη να επιτεθεί στον Ρεξ. “θα του βγάλει τα μάτια”, σκέφτηκα ενώ εκείνος άρπαξε με τα δόντια του το γατάκι και κουνώντας την ουρά του το πήγε προς τη μάνα του. Το άφησε στα πόδια της και την κοίταξε. Η γάτα είχε ηρεμήσει, του νιαούρισε γλυκά και τρίφτηκε απάνω του. Ο Ρεξ της έγλυψε το πρόσωπο και έφυγε τρέχοντας να συνεχίσει τη βόλτα του. “Τα κατάφερα”, σκέφτηκα.
Πέρασαν δύο χρόνια γεμάτα εμπειρίες. Ο Ρεξ είχε γίνει φίλος μου. Όποτε δεν ήμουν καλά το καταλάβαινε, με πλησίαζε και με κοίταζε στα μάτια. Πάντοτε με ηρεμούσε το βλέμμα του.
Γυρνώντας ένα βράδυ σπίτι ο Ρεξ δεν ήρθε να με προϋπαντήσει στην εξώπορτα, όπως έκανε κάθε φορά.. Ακόμα και όταν του είπα “Πάμε Βόλτα” δεν αντέδρασε με χαρά, όπως συνήθως. Η βόλτα ήταν σύντομη. Έσερνε τα πίσω πόδια και προτίμησα να γυρίσουμε γρήγορα σπίτι.
Ξημέρωσε και ο Ρεξ δεν ήθελε καν να σηκωθεί από το κρεβατάκι του. Ο κτηνίατρος ήρθε μέσα στην επόμενη ώρα. Λάτρευε τα ζώα και τη δουλειά του. Και ο Ρεξ τον αγαπούσε. Εξέτασε το σκυλί. Η διάγνωση ήταν σαν μια γροθιά στο στομάχι μου: “Έχει πρόβλημα στην σπονδυλική του στήλη. Μάλλον έχει μετακινηθεί σπόνδυλος. Γι' αυτό και σέρνει τα πόδια του. Είναι δύσκολα τα πράγματα, πιθανώς όχι αναστρέψιμα. Θα το δούμε σε δύο τρεις μέρες. Ας ελπίσουμε ότι θα μπορεί να περπατήσει πάλι.”  
Όλη την ημέρα ο Ρεξ δεν έφαγε, ούτε ήπιε. Τον μετάφερα στο μπαλκόνι για να κάνει την ανάγκη του, αλλά τίποτα. Το βράδυ της ίδιας μέρας  είχε ήδη ακράτεια. Ο γιατρός στο τηλέφωνο μου είπε: “Το σκυλί δεν κάνει την ανάγκη του στο μπαλκόνι για να μην τον μαλώσεις. Μπορώ να του βάλω καθετήρα αν θέλεις, αλλά την ακράτεια θα την έχει από εδώ και πέρα. Λυπάμαι.”
Το τηλέφωνο έμεινε βουβό, μέχρι που μου είπε ο κτηνίατρος “Ότι ώρα θέλεις, κάλεσέ με. Δεν θα με ενοχλήσεις.”
Κάθισα στο πάτωμα και χάιδεψα τον Ρεξ. Μέσα στο επόμενο μισάωρο είχα ήδη καλέσει το γιατρό. Μόλις έκλεισα το τηλέφωνο σήκωσα τον Ρεξ και τον πήρα στο κρεβάτι μαζί μου. Ξαπλωμένος όπως ήταν ακουμπούσε το κεφάλι του στα πόδια μου. Όταν είδε το γιατρό, κούνησε την ουρά του. Αυτό δεν το είχε κάνει εδώ και σχεδόν δύο ημέρες. “Κατάλαβες κάτι;”, ρώτησα. Ο γιατρός ετοίμασε το φάρμακο ενώ έκανε την ανάλυση για το τι θα γίνει. Ενώ του έκανε την ένεση ο Ρεξ ήταν ήρεμος και με κοίταζε στα μάτια. Μέχρι την στιγμή που αποκοιμήθηκε, ακριβώς όπως είχε πει ο γιατρός. Δεν κατάλαβε τίποτα, δεν ξύπνησε ποτέ ξανά.
“Αν θέλεις, μπορώ να τον πάω τη Δευτέρα στη υψικάμινο”.
“Τι λες, σιγά μην τον κάψουν”. Σφτιχταγκάλιασα τον Ρεξ ενώ φώναζα στο γιατρό: “Φύγε, φύγε”.
Έμεινα εκεί για ώρα. Το ίδιο βράδυ έθαψα τον Ρεξ στο Καβούρι. Έψαξα ώρες μέχρι που βρήκα ένα σημείο που θα έμενε ανεξίτηλο στη μνήμη μου, όπως ο Ρεξ.
Δεν έψαξα πολύ για να βρω κάτι καινούργιο να έχω στη τσέπη μου. Μόνο που ενώ τότε νόμιζα ότι θα με έβγαζε από την μοναξιά μου, αυτό με έσπρωξε σε μια αυτοκαταστροφική μοναξιά. Τότε ήταν που ξεκίνησα τη διαδρομή μου στον κόσμο των ναρκωτικών.
Στη ζωή σου μπορείς να αντιμετώπισεις όλες τις καταστάσεις
“Τυραννήθηκα πολύ και τυραννιέμαι ακόμα. Είκοσι τρία χρόνια”, είπε ο Βικέντιος.
Και εγώ τυραννήθηκα, δεκαεννιά χρόνια μέσα στα ναρκωτικά.
Όλα όσα έχω κάνει στη ζωή μου δεν τα έχω μετανιώσει. Από όλα μου τα λάθη έμαθα. Δυσκολεύτηκα να τα παραδεχτώ, από την στιγμή που το έκανα όμως έμαθα να ζω με αυτά. Τώρα πια ανέλαβα την ευθύνη των πράξεων μου, “πληρώνω” τα λάθη μου.
Η ζωή είναι δύσκολη, λένε πολλοί. Εγώ θα απαντήσω σε όλους αυτούς, με τα λόγια του Βικέντιου: “Όταν είσαι παλικάρι, στη ζωή σου μπορείς να αντιμετώπισεις όλες τις καταστάσεις”. Εγώ αυτό το έμαθα με το δύσκολο τρόπο. Η ζωή είναι γεμάτη με στιγμές και εμπειρίες, δυσάρεστες και δύσκολες οι περισσότερες, έχει όμως και ευχάριστες, δημιουργικές στιγμές. Το σίγουρο είναι ότι αυτή η ζωή είναι η δικιά μου και την απολαμβάνω.
Μιλώντας σε αγνώστους
“Σαν κατέβηκε τα σκαλιά του μαγειρειού, τον χτύπησε η αποφορά της συντροφιάς, έφερε στο μυαλό του όλη τη χτεσινή συζήτηση με τους δυο ξένους, ανάτρεξε στα πεταχτά σε κάθε κουβέντα που 'φυγε απ' το στόμα του. Μαγκώθηκε η καρδιά του για μια στιγμή, μα αμέσως πάλι ευθύμησε, δεν είπα και τίποτα κακό, σκέφτηκε μεγαλόφωνα, τον πόνο μου τους είπα μονάχα”.
Τελικά πόσο πιο εύκολο είναι να ανοίγεσαι σε ξένους; Γιατί το κάνουν οι άνθρωποι αυτό; 
Δικαιολογώ τον Βικέντιο, δεν είχε κάποιον να μιλήσει, να πει τον πόνο του.
Στο παρελθόν μίλαγα συνέχεια σε αγνώστους, έβγαζα τα εσώψυχά μου χωρίς να περιμένω να ακούσω κάποια απάντηση, αλλά και αν άκουγα κάτι, αυτό μου ήταν αδιάφορο καθώς αυτός που μου μίλαγε δεν ενδιαφερόταν πραγματικά για εμένα.
Τώρα; Τώρα επιλέγω σε ποιους θα μιλήσω, θα μιλήσω μόνο σε όσους θα θέλουν να με ακούσουν.

Ανώνυμος από το blog: http://makridakis.wordpress.com